- παρακειμένης
- παράκειμαιlie besideperf part mp fem gen sg (attic epic ionic)παράκειμαιlie besidepres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδεσμεύω — ΝΑ [σύνδεσμος] δένω δύο ή περισσότερα πράγματα μαζί («ἐκ... τῆς παρακειμένης ὕλης τὰ μὲν συμπηγνύντες τῶν ξύλων, τὰ δὲ συνδεσμεύοντες... πολλὰς ἥρμοσαν σχεδίας», Πολ.) … Dictionary of Greek
τενοντοδεσία — η, Ν ιατρ. εγχειρητική μετατόπιση τής έμφυσης ενός τένοντα, με σκοπό τον περιορισμό ή την αναστολή τών κινήσεων παρακείμενης αρθρώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tenodese < teno (< τένων, οντος) + δεσία < δέτης < δένω] … Dictionary of Greek
φλογοκάμινος — η, Ν είδος καμίνου που θερμαίνεται από τις φλόγες παρακείμενης εστίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + κάμινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη] … Dictionary of Greek
Ιστιαία — I Αρχαία πόλη της Εύβοιας στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού. Ο Όμηρος (Ιλιάδα, Β 537) την χαρακτηρίζει «πολυστάφυλο», ίσως λόγω της εύφορης παρακείμενης πεδιάδας. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ιδρύθηκε από τους Περραιβούς της Θεσσαλίας. Το 480 π.Χ.… … Dictionary of Greek
Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… … Dictionary of Greek